Τα ίδια και τα ίδια…
Για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλαιότεροι.
Το θέμα μας είναι οι αλλαγές που δρομολογούνται στα Πανεπιστήμια, και οι εξ αυτού του λόγου αντιδράσεις που προκαλούν.
Τα δεδομένα γνωστά, πρώτα απ’ όλα μέσα απ’ τα προσωπικά μας βιώματα- είτε ως φοιτητές είτε ως γονείς φοιτητών- αλλά και μέσα απ’ τις ανεξίτηλες εικόνες περιστατικών στα πανεπιστήμιά μας. Στα δικά μου φοιτητικά χρόνια-πρωτοετής το 1977 στο Φυσικό του ΕΚΠΑ- ήταν η κατάργηση του ν.815 με το «κουφό» σύνθημα «όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών μας» (προέβλεπε από τότε το ν+ν/2 για ανώτατο όριο σπουδών, δυο εξεταστικές και κατάργηση της μεταφοράς μαθημάτων). Η ίδια ιστορία μετά 43 χρόνια, λες και δεν άλλαξε τίποτα. Η μάλλον όχι, έγινε πιο αναβαθμισμένη η «οργάνωση και πάλη».
Μεταπολίτευση τότε με «αποχουντοποίηση» των σχολών και παράλληλη αμφισβήτηση της αυθεντίας της καθηγητικής έδρας, «χτισίματα» τώρα πρυτάνεων στα γραφεία τους, ομηρίες πανεπιστημιακών κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων, προπηλακισμοί συγκλητικών, απειλές και εκβιασμοί πάσης φύσεως κατά πανεπιστημιακών, αλλά και «τσατσιλίκια» καθηγητών-φοιτητών ακριβώς για να… αποφεύγονται προβλήματα. Κοινός τους παρονομαστής η βία, με πανταχού παρούσα πρώτα απ’ όλα την αισθητική βία με ούτε μια σπιθαμή επιφάνειας των σχολών χωρίς γραμμένο σύνθημα και μουτζούρα.
Η αλήθεια είναι ότι τα θεσμικά όργανα της πολιτείας άφησαν να γιγαντωθεί το πρόβλημα, χωρίς να αναλάβουν –πλην εξαιρέσεων– μέτρα αντιμετώπισής του. Και έτσι φτάσαμε σήμερα στην ομόφωνη απόφαση της συνόδου των πρυτάνεων κατά της ίδρυσης Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων που θα αποτελείται από ειδικό σώμα άοπλων αστυνομικών, με τις περισσότερες ενστάσεις να αφορούν την υπαγωγή του ειδικού σώματος φύλαξης των αστυνομικών στην ΕΛ.ΑΣ. και όχι σε όργανο του ΑΕΙ εποπτευόμενο από τον πρύτανη.
Τι έκαναν όμως αλήθεια όλα τα προηγούμενα χρόνια οι κύριοι αυτοί για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, και τώρα δήθεν κόπτονται για το αυτοδιοίκητο των ιδρυμάτων; Τίποτα. Γιατί φοβούνται οι άνθρωποι, ανθρώπινο είναι. Τόσα εξαγριωμένα καλόπαιδα τριγυρίζουν μέσα στα πανεπιστήμια, τι θέλουμε τώρα και τα σκαλίζουμε; Εξάλλου η στατιστική πιθανότητα να χτίσουν το γραφείο κάποιου από αυτούς ή να του κρεμάσουν μια ταμπέλα στον λαιμό είναι αντικειμενικά μικρή, ειδικά αν παριστάνουν τους ψόφιους κοριούς μπροστά στα καλόπαιδα.
Δεν θέλει κόπο και πανεπιστημιακές αστυνομίες, τρόπο θέλει, τεχνικές αποφυγής των μπελάδων. Είναι και εύκολο και το σημαντικότερο χωρίς καμιά συνέπεια για τους ίδιους. Αφήνω κατά μέρος τις αστειότητες τύπου Γαβρόγλου για «το ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα που θα λύσει το πρόβλημα» και επικεντρώνομαι στο κρισιμότερο. Θα εφαρμόζεται ο νόμος, όταν διαπράττονται παρανομίες; Γιατί η ιστορία μας λέει ότι όσοι έχουν συλληφθεί και παραπεμφθεί σε δίκη για διάπραξη αξιόποινων πράξεων (πράγμα σπάνιο) τα δικαστήρια πάντα τους αθωώνουν.
Μέχρι σήμερα παρανομούν με το αζημίωτο, γιατί οι αρμόδιοι διστάζουν να αναλάβουν την ευθύνη για την εφαρμογή του νόμου όταν αυτή σημαίνει καταστολή, σαν να ήταν η καταστολή κάτι ανελεύθερο και αντίθετο με τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τη δημοκρατική κοινωνία.
Ήρθε η ώρα οι πρυτάνεις να πάψουν να συντηρούν τα ΑΕΙ ως μια ειδική επικράτεια που εξαιρείται του νόμου. Και επιτέλους ας αναρωτηθούμε αν έχουν ρόλο ύπαρξης οι φοιτητικές πολιτικές παρατάξεις και τι καλό έχουν κάνει μέχρι σήμερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Όσον αφορά δε τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς ας σταματήσουν τη χρήση (το ξέρω είναι δύσκολο ειδικά όταν ποντάρεις στο διχασμό) επικολυρικά φορτισμένου λόγου μέσω φράσεων και λέξεων του στυλ « αστυνομοκρατία στα πανεπιστήμια», «Πειθαρχικά που είχαμε να δούμε από τη χούντα», «Μια μέρα ντροπής και βαθιάς θλίψης», «προωθείται ένας εξτρεμισμός άκρας καταστολής» γιατί έτσι δυστυχώς δεν πρόκειται να συννενοηθούμε ούτε για τα προφανή.
Ας πάμε λοιπόν στη συνέχεια στα δεδομένα για τους «αιώνιους φοιτητές» και τη βάση εισαγωγής. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), όπως καταγράφηκαν από τα ιδρύματα τον Μάρτιο του 2020, κατά τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς 2018-2019 από τους συνολικά 668.734 εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές στα 422 τμήματα , οι 282.588 ήταν «αιώνιοι». Δηλαδή, σχεδόν οι μισοί (το 42%) από τους φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών.
Η καθιέρωση ορίου φοίτησης για τους νεοεισερχόμενους φοιτητές- υπολογιζόμενο απ’ τον τύπο ν+ν/2 όπου ν η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης- θα συμβάλει ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα για ολοκλήρωση των σπουδών τους. Το ζήτημα δεν είναι πρωτίστως το οικονομικό κόστος, χωρίς κι αυτό να είναι αμελητέο. Είναι η σπατάλη νέων ανθρώπων όταν δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Μένουν χωρίς πραγματικά εφόδια για να προχωρήσουν στη ζωή τους.
Με τα προσόντα του λυκείου, είναι αυτοί που δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν δουλειά και οι πιο ευάλωτοι να τη χάσουν και να βρεθούν άνεργοι.Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία έρευνας του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για την επαγγελματική κατάρτιση και απασχόληση, το 2020 το 23,9% των σπουδαστών στα ΙΕΚ ήταν απόφοιτοι πανεπιστημίου (9,9%) ή ΤΕΙ (9,2%), ενώ το 4,8% ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου και οι υπόλοιποι ήταν απόφοιτοι λυκείου (46,4%), ΤΕΕ (11,5%) και ΙΕΚ (18%).Ένας στους τέσσερις λοιπόν σπουδαστές ΙΕΚ επιλέγει να επιστρέψει στα έδρανα έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του σε κάποιο ΑΕΙ. Ακόμη και κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου έχουν πάρει αυτό τον δρόμο.
Ο λόγος, προφανής: Το πτυχίο ΑΕΙ δεν τους προσέφερε δουλειά, όπως ονειρεύονταν. Οτιδήποτε λοιπόν τους «τσινίσει» να αποφασίσουν γρηγορότερα για τα επαγγελματικά τους χωρίς να χαραμίσουν χρόνια, είναι τελικά καλό γι’ αυτούς. Το άλλο δεδομένο είναι ότι κάθε χρόνο ο ένας στους τρεις υποψηφίους έχει κάτω από 10 μέσο όρο επιδόσεων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, και μάλιστα υπήρχαν και υποψήφιοι με βαθμολογία 1 ή 2 και όλοι εισήχθησαν στα ΑΕΙ της χώρας.
Για κάποιους-όπως ο Ν.Φίλης, υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-αυτό δεν αφορά τα πανεπιστήμια, αφορά το επίπεδο της μέσης εκπαίδευσης. Όλοι μας όμως καταλαβαίνουμε ότι το βασικό στοιχείο που διαμορφώνει τις χαμηλότερες βάσεις εισαγωγής είναι ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ. Όσο ο αριθμός αυξάνεται και προσεγγίζει εκείνον των υποψηφίων, τόσο ο πήχυς των βάσεων εισαγωγής θα χαμηλώνει. Άρα αποτελεί και πρόβλημα ποιότητας και είναι πρόβλημα και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Πράγμα για το οποίο όμως η πανεπιστημιακή κοινότητα δια της συνόδου των πρυτάνεων αντιδρά!
Αρνούνται τη θέσπιση του ελάχιστου βαθμού εισαγωγής παρότι μάλιστα ότι θα είναι τα ίδια τα τμήματα που θα τον καθορίζουν. Φαίνεται να μην τους νοιάζει καθόλου ότι αυτός που θα μπει στο Φυσικό με τρία στη Φυσική, δεν θα βγει ποτέ επιστήμονας. Άνεργος θα βγει ή αιώνιος φοιτητής θα μείνει. Προφανώς σκασίλα τους.
Τι τους ενδιαφέρει το λοιπόν; Μόνο το πανεπιστημιακό παγκάρι. Όσα κεφάλια περάσουν την είσοδο του πανεπιστημιακού ναού, τόσα χρήματα θα εισπραχθούν από το υπουργείο Παιδείας. Κορόιδα είναι οι πρυτάνεις να μειώσουν τους επισκέπτες; Θα μου πείτε πως επί δεκαετίες-είχα την εντύπωση και πρόσφατα- οι πανεπιστημιακοί μέμφονταν το υπουργείο Παιδείας επειδή κρατούσε όλες τις εξουσίες και δεν τους έδινε το περίφημο αυτοδιοίκητο. Και τώρα που τους δίνει βασικά κομμάτια του αυτοδιοίκητου, αντί να πουν «μπράβο», βρίσκουν δικαιολογίες για να φωνάξουν «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Ε ναι, διότι τα αυτοδιοικητικά συνθήματα ήταν ο φερετζές της αδράνειας και του συντηρητισμού τους.
Άλλο να απαιτείς θεωρητικώς αυτοδιοίκητο κι άλλο να σου το δώσουν. Διότι όταν σου το δώσουν, κάτι πρέπει να το κάνεις. Αυτοί το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να διατυπώνουν πολυπαραγοντικούς προβληματισμούς για πολυεπίπεδα προβλήματα που χρειάζονται πολύπλευρες λύσεις. Και τέλος πάντων, ας αποσυνδέσει το κράτος τον αριθμό των φοιτητών και την απόδοση του τμήματος από τη χρηματοδότηση, για να δεχτούν να συζητήσουν όλα τα υπόλοιπα. Σαν να λέμε «εγώ τόσα θέλω, βρέξει – χιονίσει, είτε έχω κόσμο είτε δεν έχω, είτε παράγω έργο είτε δεν παράγω». Ιδού η τέλεια συνταγή για την Ελλάδα τού 21ου αιώνα… Απελπισία. Με αυτή, την κατά τεκμήριο πνευματική ελίτ της χώρας, δεν πρόκειται να πάμε πουθενά.
Υ.Γ.Ο μεγαλύτερος μύθος για δεκαετίες στη χώρα είναι αυτός της δωρεάν Παιδείας. Η Παιδεία δεν είναι δωρεάν, την πληρώνουμε με τους φόρους μας. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μας κοστίζει και τι παίρνουμε πίσω ως κοινωνία από αυτή την «επένδυση». Παράδειγμα τα πανεπιστημιακά πτυχία. Έχουν την αξία που αντιπροσωπεύει το ποσό που δαπανήθηκε; Αυτό που αναζητείται δεν είναι ένα τέλος στην «δωρεάν παιδεία», αλλά ένα πραγματικό τέλος στην τζάμπα μαγκιά του πανεπιστημιακού κατεστημένου.
Τη στήλη επιμελείται και…
Ψαρεύει (όταν δεν γράφει…) ο Γρηγόριος Φαρμάκης
(ΥΓ: «Χτυπάει» χωρίς πρόγραμμα)