Εστάλη στα σχολεία η εγκύκλιος για την διαδικασία της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων A/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης.
Πρόκειται για την περιγραφή μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας που δεν θα προσθέσει κάτι το ουσιαστικό από την άποψη των μαθησιακών αποτελεσμάτων και της προσφοράς στους μαθητές που είναι και οι τελικοί αποδέκτες της προσπάθειας όλων μας.
Οι περισσότεροι από τους στόχους που θέτει είναι επανάληψη των στόχων του αναλυτικού προγράμματος και όσων καθημερινά γίνονται ήδη στα σχολεία.
Διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι στην ειδική ψηφιακή πλατφόρμα του ΙΕΠ θα ανέβουν σχεδόν όμοιες εκθέσεις απ’ τις σχολικές μονάδες.
Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ θέλει ορθώς να ανεβάσει την ευθύνη και την προσφορά των σχολικών μονάδων απέναντι στους μαθητές και τους γονείς, χωρίς το ίδιο να κάνει ό,τι αντιστοιχεί στη θέση και το ρόλο του προκειμένου η ελληνική εκπαίδευση να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνολική προσπάθεια της χώρας στην κρίσιμη δεκαετία που ακολουθεί.
Χωρίς καμία απολύτως βοήθεια, η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών τα έβγαλε πέρα με την εξ αποστάσεως διδασκαλία πολύ καλύτερα από εκπαιδευτικά συστήματα μεγάλων και προηγμένων κρατών της Ευρώπης.
Χωρίς καμιά επιμόρφωση για χρόνια και με ισχνή χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων. Αφήνω τις ελλείψεις ή τις διαρκείς μετακινήσεις εκπαιδευτικών γεγονός άγνωστο σε προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα.
Η υπευθυνότητα των σχολικών μονάδων προϋποθέτει εκτεταμένη αυτονομία και όχι την πιστή εφαρμογή δεκάδων εγκυκλίων οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται κατά γράμμα.
Προϋποθέτει τη διάθεση πριν απ’ όλα και τη διαχείριση πόρων και όχι την υποβολή αιτημάτων στη Σχολική Επιτροπή του Δήμου.
Εν κατακλείδι η βελτίωση της ποιότητας προϋποθέτει την μέτρηση αποτελεσμάτων, κάτι που το ΥΠΑΙΘ αλλά και η ελληνική κοινωνία αποφεύγει επιμελώς.
Μια εμπνευσμένη εκπαιδευτική πολιτική στις δυο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης θα άρχιζε, με την αντικατάσταση των σχολικών βιβλίων από νέα και οπωσδήποτε περισσότερα του ενός και με την σύμπτυξη σχολικών μονάδων έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να διδάσκονται επαρκώς όλα τα διδακτικά αντικείμενα.
Ταυτόχρονα με τα ανωτέρω και μέσα στο αναγεννητικό πνεύμα που θα δημιουργούταν με απλό και κατά το δυνατόν αντιγραφειοκρατικό τρόπο θα εξελίσσονταν και η διαδικασία αξιολόγησης όλων.
Από τον εκπαιδευτικό της τάξης έως τα στελέχη του Υ.ΠΑΙ.Θ με μετρήσιμα κι όχι γενικά και αόριστα κριτήρια. Ένα απ’ αυτά θα ήταν η γρήγορη άνοδος στη βαθμίδα των μετρήσεων της PISA.
Υ.Γ. Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μπορούν να κάνουν την εκπαίδευση το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας με λιγότερους πόρους, σοβαρότητα και εμπιστοσύνη από τις πολιτικές ηγεσίες.
*Ο Δημήτρης Σιώτος είναι εκπαιδευτικός, Διευθυντής του 2ου Δημοτικού Σχολείου Ανατολής