Η ενεργειακή κρίση έχει δημιουργήσει μιαν «άνευ προηγουμένου δυναμική ανάπτυξης» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), των οποίων οι παγκόσμιες δυναμικότητες σχεδόν θα διπλασιαστούν τα επόμενα πέντε χρόνια, υπογραμμίζει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (IEA). Σύμφωνα με έκθεση για την πορεία των ΑΠΕ το 2022, που έδωσε στη δημοσιότητα την Τρίτη η υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ λειτουργούσα διακυβερνητική οργάνωση, την επόμενη πενταετία ο κλάδος θα πετύχει ανάπτυξη ανάλογη με εκείνη που είχε εμφανίσει τα 20 τελευταία χρόνια.
Ειδικότερα, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια θα εξελιχθούν από κοινού σε κύριες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο έως το έτος 2025, εκθρονίζοντας τον άνθρακα. Κι αυτό επειδή οι χώρες της Δύσης επιδιώκουν να μειώσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα την εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα μετά από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Η παγκόσμια δυναμικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναμένεται να κερδίσει 2.400 γιγαβάτ (GW) κατά την περίοδο 2022-2027», υπολόγισαν οι αναλυτές της IEA στην ετήσια έκθεσή τους. Πρόκειται για δυναμικότητα ανάλογη με την ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Κίνας και κατά το ένα τρίτο μεγαλύτερη από αυτή που προέβλεπαν οι ειδικοί μόλις πριν από ένα έτος, στην προηγούμενη έκθεση της Υπηρεσίας.
Η εδρεύουσα στο Παρίσι Υπηρεσία, η οποία επιτελεί για τα κράτη ένα συμβουλευτικό για τις ενεργειακές τους πολιτικές έργο, χαρακτηρίζει πρωτόγνωρη την ταχύτητα και τη δυναμική με την οποία οι κυβερνήσεις «μπόρεσαν να ωθήσουν τις ανανεώσιμες πηγές λίγο παραπέρα». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ευρώπη, η οποία επιδιώκει να αντικαταστήσει τάχιστα το ρωσικό αέριο και εν γένει τους υδρογονάνθρακες που εισάγει από τη Ρωσία. Η ΙΕΑ προβλέπει ότι την επόμενη πενταετία (έως το 2027) η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ στην Ευρώπη θα διπλασιαστεί.
Δεν είναι όμως η αναπτυγμένη μεν αλλά με μόλις μισό δισεκατομμύριο πληθυσμό (αν εξαιρεθεί η Ρωσία) Ευρώπη που θα επιτύχει την ποθούμενη από τους ειδικούς και υποδηλούμενη ως αναγκαία για τη σωτηρία του πλανήτη απαναθρακοποίηση. Όπως είναι εύλογο, η περιβόητη «ενεργειακή μετάβαση» δεν μπορεί να εξαρτάται από δεκάδες χώρες ο πληθυσμός των οποίων φθάνει μόλις στο 1/16 του παγκόσμιου, αλλά πρωτίστως από τις δύο χώρες που συγκεντρώνουν το μισό πληθυσμό του πλανήτη: την Κίνα και την Ινδία.
Και από τις εξόχως ενεργοβόρες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βεβαίως, που με πληθυσμό μόλις 332 εκατομμυρίων είναι η δεύτερη σε κατανάλωση ενέργειας χώρα στον κόσμο μετά από την Κίνα (και με υπερδιπλάσια κατανάλωση από την τρίτη, την Ινδία).
Πηγή ot.gr