Λόγος
Γιατί συνήθως ο δημόσιος λόγος των καλλιτεχνών- αυτός που αφορά την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας- είναι ένας λόγος θυμωμένος και καταγγελτικός που σκιαγραφεί μια δυστοπία, υιοθετώντας μια στάση τελείως απορριπτική;
Παραδείγματα: «…αστυνομική βία, καλλιεργούμενος διχασμός, κανιβαλισμός κοινωνικών ομάδων, γυναικοκτονίες, νεομακαρθισμός και νεολογοκρισία, εξευτελισμός θυμάτων… είναι το κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα…» (Φ. Δεληβοριάς, τραγουδοποιός ).
«…την κατάρα μου να έχει…» -για το πρόστιμο των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών ( Σ. Κραουνάκης, τραγουδοποιός).
Η κριτική είναι φυσικά συστατικό στοιχείο της τέχνης, που δεν θα επιτελούσε τον ρόλο της αν δεν επιχειρούσε να ταρακουνήσει τις κυρίαρχες αντιλήψεις. Άλλο όμως τέχνη και άλλο ο δημόσιος λόγος των φορέων της. ‘Η μήπως η ευαισθησία των καλλιτεχνών τους επιτρέπει να διακρίνουν μια πραγματικότητα που διαφεύγει από εμάς τους υπόλοιπους; Μήπως πράγματι ζούμε σε ένα «νεομακαρθικό» καθεστώς αυθαιρεσίας και βίας και δεν το έχουμε αντιληφθεί;
Προφανώς και δεν ισχύει κάτι τέτοιο και η ερμηνεία του λόγου αυτού πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Είναι η φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως επαγγελματικής δραστηριότητας τέτοια που καθιστά τους φορείς της ψυχολογικά ευάλωτους, στρέφοντάς τους προς μια μόνιμη αυτοθυματοποίηση και έναν στρεβλό και τελικά φτηνό δημόσιο λόγο με έντονα στοιχεία συναισθηματικής υπερβολής. Πρόκειται ουσιαστικά για αντίδραση στη σύγκρουση ανάμεσα στην δυσκολία αποφυγής εξαρτήσεων λόγω βιοπορισμού και της ανάγκης της δημιουργικής έκφρασης. Στρεβλός λόγος εμφανίζεται άλλωστε και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες με ανάλογο καθεστώς αβεβαιότητας.
Ίσως τελικά ο λόγος αυτός-ως αναπόφευκτη παράπλευρη απώλεια- ανατροφοδοτεί την καλλιτεχνική δημιουργικότητα συντηρώντας την.
Αλλά στην πολιτική; Έχει νόημα η χρήση του; Βοηθά τελικά σε κάτι; Είναι στη φύση της πολιτικής η παρουσία του ως παράπλευρο κόστος της διείσδυσης και της ανάπτυξης της;
Οι αρχαίοι Ελληνες μας το έμαθαν: η δημοκρατία, ως το κατεξοχήν πολίτευμα του λόγου, είναι άσκηση πειθούς, άρα ρητορικής. Ένα τέτοιο παράδειγμα- που του αξίζουν συγχαρητήρια- είναι η πρόσφατη ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο αμερικανικό Κογκρέσο. Ηταν μια ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα άσκηση πολιτικής ρητορικής, σε ένα ακροατήριο μαθημένο σε υψηλά στάνταρντς.
Τι έκανε λοιπόν την ομιλία του πρωθυπουργού τόσο εντυπωσιακή; Το γεγονός ότι στην ομιλία του συνυπήρχαν και τα τρία στοιχεία της αριστοτελικής πειθούς – ήθος, πάθος, λόγος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε την εμπιστοσύνη του ακροατηρίου του (ήθος) γιατί μιλάει έξοχα αγγλικά, αποπνέει κοσμοπολιτισμό και απηχεί το κύριο αφήγημα με το οποίο προσδιορίζονται οι φιλελεύθερες δημοκρατίες – δημοκρατία, πρόοδος, συμπεριληπτικότητα. Η εκφορά της ομιλίας του είχε το πρέπον λεκτικό πάθος – απευθύνθηκε με λελογισμένο τρόπο στα συναισθήματα των ακροατών του. Τέλος, ο λόγος του ήταν στέρεος, με λογική συνοχή, μέσω των αναφορών του στις «σειρήνες του λαϊκισμού», στα πολωτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο εγκώμιο της «σωφροσύνης», στα τρία γνωρίσματα των επιτυχημένων δημοκρατιών -κοινωνικό κεφάλαιο, ισχυροί θεσμοί, κοινές αφηγήσεις.
Και, βέβαια, ο καλός πολιτικός ρήτορας γνωρίζει ότι θα προβάλει πιο πειστικά τα εθνικά αιτήματά του αν τα συνδέσει με σχήματα που ήδη κατανοεί ευμενώς γι’ αυτόν ο ακροατής του. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα ο πρωθυπουργός για τα θέματα περιφερειακών διαφορών με την Τουρκία. Τα λέει όλα η αναφορά στην «επιθετικότητα» και στον «αναθεωρητισμό» του Πούτιν. Αφού ο ακροατής καταλαβαίνει αυτά, θα καταλάβει και τους υπαινιγμούς σου. (Οι Τούρκοι πάντως απέδειξαν με τις αντιδράσεις τους ότι σίγουρα τους κατάλαβαν).
Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός φίλος του Κυριάκου Μητσοτάκη για να διαπιστώσεις καλοπροαίρετα ότι η ομιλία του στο Κογκρέσο είχε όλα τα γνωρίσματα της εξαιρετικής ρητορικής. Μόνο οι μικρόνοες αγνοούν την ποιότητα όταν την αντικρίζουν.
Η Ελλάδα που παρουσιάστηκε στην Ουάσιγκτον δεν ήταν όπως τη βλέπει κανείς μέσα από την Ελλάδα. Αυτό το έξωθεν, αποστασιοποιημένο βλέμμα -το όντως «πολυδιάστατο»- είναι αυτό που συστήνει την Ελλάδα οχι ως μια χώρα που έχει ανάγκη τους άλλους αλλά ως μια χώρα που την έχουν οι άλλοι ανάγκη. Αυτό το βλέμμα, που κοιτάει τη χώρα απ’ έξω για να την οδηγήσει, το είχαν όμως και πολιτικοί καθόλου «χαρισματικοί». Το είχαν και άνθρωποι πεζοί, «εγκεφαλικοί», που, επειδή δεν μπορούσαν εύκολα να συγκινήσουν, αναγκάζονταν να αναπληρώσουν το έλλειμμα γοητείας με πειθώ και μέθοδο. Αυτός που εμφανίστηκε στο βήμα του Κογκρέσου και ενθουσίασε είναι ένας απ’ αυτούς.
ΥΓ. Αριστερή ή δεξιά, φανερά ή κρυφά αντιδυτική, η κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης είναι μία: Γιατί να είμαστε δεδομένοι; Γιατί σπεύσαμε να ταυτιστούμε με την Ευρώπη και την Αμερική στο Ουκρανικό; Για δε τον πρωθυπουργό, τον είπαν προβλέψιμο, τον είπαν δεδομένο, τον είπαν ατλαντιστή, τον είπαν «υποτελή», τον είπαν «yesman». Τον χαρακτήρισαν «επαίτη». Τον κατηγόρησαν, ταυτοχρόνως και με τις ίδιες λέξεις εκ δεξιών και εξ αριστερών, ότι δεν είπε λέξη για την Τουρκία. Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Kαμία.
Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ακούν τις αντιπολιτευτικές λούμπεν εξαλλότητες -Π. Σκουρλέτης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖA :«…απέσπασε το χειροκρότημα γιατί ήταν διασκεδαστικός…ήταν μια ελαφριά συζήτηση…» και μένουν άφωνοι. Τι συζήτηση να κάνεις μαζί τους;
Oι φανατικοί πάλι, είναι προκαταβαλικά πεισμένοι ότι ο «Κούλης» είναι ένας διεφθαρμένος πολιτικός, ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεπουλήσει τα εθνικά συμφέροντα προκειμένου να έχει τη στήριξη των «διεθνών κέντρων». Τι να πεις σ’ αυτούς για την τέχνη της διπλωματίας, για την ιεράρχιση προτεραιοτήτων, για την επιδίωξη ισορροπιών, για την ανάγκη συμβιβασμών;
Eυτυχώς, μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταλαβαίνουμε πλέον όλοι μας τη μεγάλη αξία να είναι ο πρωθυπουργός σου αξιόπιστος και όχι τυχοδιώκτης.
Τη στήλη επιμελείται και…
Ψαρεύει (όταν δεν γράφει…) ο Γρηγόριος Φαρμάκης
(ΥΓ: «Χτυπάει» χωρίς πρόγραμμα)