ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Α1. α) 1. Σ
- Λ
- Λ
Α1. β) α -2 , β -1 , γ – 2, δ – 1
Β1. Σε ένα ζωολογικό του έργο (Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι) ο Αριστοτέλης γράφει ότι πολιτικά με τη μεταφορική σημασία, είναι και ορισμένα ζώα που αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν όλα μαζί μια κοινή δραστηριότητα. Τέτοια είναι, εκτός από τον άνθρωπο, η μέλισσα, η σφήκα, το μυρμήγκι και ο γερανός. Αυτό όμως που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι ο έναρθρος λόγος. Είναι γνωστό ότι εκτός από τον άνθρωπο, συστήματα επικοινωνίας χρησιμοποιούν και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί. Τα συστήματα αυτά των διάφορων ζώων και πτηνών είναι κλειστά, δηλαδή μεταβιβάζουν ένα μικρό σύνολο διακεκριμένων μηνυμάτων, η σημασία των οποίων είναι καθορισμένη. Τα ζώα και τα πτηνά δεν μπορούν να εκφράσουν ποικιλοτρόπως τα μηνύματά τους και να δημιουργήσουν νέα μηνύματα. Η φύση δεν κάνει τίποτε δίχως λόγο και χωρίς αιτία. Αυτό σημαίνει ότι η φύση προικίζει τα όντα με όλα τα απαραίτητα εφόδια, όταν αυτά φτάσουν στην τελική τους μορφή. Η φύση δεν κάνει τίποτε χωρίς σκοπό· όλες οι φυσικές διεργασίες κάπου αποβλέπουν. Πρόκειται για φράση που επαναλαμβάνει ο Αριστοτέλης σε πολλές πραγματείες του. Υποστηρίζει ότι στη φύση τίποτε δεν γίνεται μάταια, τα πάντα εξυπηρετούν ορισμένη σκοπιμότητα από την οποία και νοηματοδοτούνται (εἰ μηθὲν μάτην ποιεῖ ἡ φύσις. Ἕνεκά του γὰρ πάντα ὑπάρχει τὰ φύσει, ἢ συμπτώματα ἔσται τῶν ἕνεκά του = αν είναι αλήθεια ότι η φύση τίποτε δεν κάνει στην τύχη. Όλα, αλήθεια, τα φυσικά όντα υπάρχουν για κάποιο σκοπό, ή είναι τυχαία παραστρατήματα εκείνων που υπάρχουν για κάποιο σκοπό) (Περὶ ψυχῆς 434a31-32). Στην ανάπτυξή της η θεωρία αυτή ονομάστηκε αριστοτελική τελ(ε)ολογία. Προνομιακός χώρος της τελ(ε)ολογίας είναι η βιολογία. Σχεδόν όλα τα παραδείγματα που φέρνει ο φιλόσοφος αντλούνται από την έμβια φύση· γίνεται αναφορά στα σχήματα των δοντιών, που είναι όπως είναι για να εξυπηρετούν την πρόσληψη και επεξεργασία των τροφών, στις στοχευμένες ενέργειες μυρμηγκιών και μελισσών για την επιβίωση της κοινότητάς τους, στην ύπαρξη και λειτουργία των φύλλων χάριν των καρπών. Βασίζεται, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στη βιολογία και επεκτείνει το τελ(ε)ολογικό ερμηνευτικό μοντέλο του και σε άλλα πεδία των φυσικών επιστημών.
Με την ικανότητα του έναρθρου λόγου είναι εφοδιασμένος μόνο ο άνθρωπος. Τα άλλα ζώα με τους άναρθρους ήχους και τις κραυγές τους εκφράζουν μόνο τη λύπη ή την ευχαρίστηση, διότι μέχρι εκεί φτάνει η ικανότητα τους. Ο άνθρωπος όμως με τη γλώσσα εκφράζει όχι μόνο συναισθήματα, αλλά είναι ικανός να διατυπώνει σκέψεις, κρίσεις, ιδέες, απόψεις. Με το λόγο του κάνει φανερό τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι καλό και τι κακό. Με τη δύναμη του λόγου του, που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα ζώα, μπορεί να συμμετέχει ενεργά σε οργανωμένες κοινωνίες. H λέξη λόγος χρησιμοποιείται συχνά για να δηλωθούν αξεχώριστες μεταξύ τους η λογική (ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και ως διανοητική δραστηριότητα) και η γλώσσα (ως σύστημα σημείων και ως συγκεκριμένη έκφραση). Στο συγκεκριμένο χωρίο ο λόγος αντιδιαστέλλεται προς τη φωνή, και, συνεπώς, έχει ενισχυμένη τη σημασία της γλώσσας (χωρίς να χάνεται βέβαια η σημασία της ανθρώπινης λογικής).
Β2.Μετά την διατύπωση πως η προαίρεση είναι το βασικότερο (κυριώτερον) γνώρισμα του ανθρώπου και πως αυτή έχει ηγετικό καθώς και καθοδηγητικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή, εφόσον όλα υποτάσσονται σε αυτήν (ταύτῃ τὰ ἄλλα ὑποτεταγμένα) αλλά και ότι συνδέεται άρδην με την ελευθερία (αὐτὴν δ’ ἀδούλευτον καὶ ἀνυπότακτον), ο Επίκτητος διατυπώνει την τρίτη ιδιότητα στον άνθρωπο που είναι η ιδιότητα του πολίτη του κόσμου. Ασφαλώς δεν υπήρχε κάποιο παγκόσμιο κράτος, ώστε η έννοια του πολίτη να έχει κυριολεκτική σημασία· και ο κόσμος εννοείται με Στωική σημασία ως ένα ενιαίο σύνολο που διέπεται από τον φυσικό νόμο και τη λογικότητα. Στη Στωική φιλοσοφία η έννοια της πολιτείας έχει και κοσμική διάσταση. Το ίδιο το σύμπαν αποτελεί μια πόλη, μια κατοικία θεών και ανθρώπων, η οποία διέπεται, τόσο στο σύνολο όσο και στα μέρη του, από το λόγο (γεγονός που φυσικά συνιστά αποδέσμευση από τα πλαίσια που όριζε η πόλη -κράτος). Ο φυσικός ηθικός λόγος, ο ορθός λόγος αποτελεί το νόμο αυτής της «κοσμικής πόλης».
Η διαμόρφωση κοσμοπολιτικής συνείδησης συνδέεται με το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου. Ο τόπος, η κατοικία του ανθρώπου δεν είναι ο γενέθλιος τόπος του: ακόμη κι αν έχασε την πατρίδα του, ακόμη κι αν εξορίστηκε, παρηγορείται μ’ έναν καινούργιο τρόπο: το να μην έχει πατρίδα είναι το ίδιο με το να έχει πατρίδα όλο τον κόσμο. «Πατρίδα μου δεν είναι κάποιος πύργος ή κάποια στέγη. / Ολόκληρη η γη είναι πολιτεία και οικία / έτοιμη να στεγάσει τη ζωή μας», γράφει ο Κράτης (365-285 π.Χ.). Αυτή η αναγωγή σε μια παγκόσμια πολιτεία ή στο σύμπαν μερικές φορές καθησυχάζει και παρέχει το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας, νοηματοδοτεί μια ζωή που κυριαρχείται από το αίσθημα της αγωνίας, της προσωρινότητας, της ανεστιότητας. Η προτροπή αυτή του Επίκουρου να νιώσει ο άνθρωπος πολίτης του κόσμου λειτουργεί θεραπευτικά, ως τρόπος να αντιμετωπίζει το βίωμα της αγωνίας και της ανασφάλειας που γεννούν η ηθική διαφθορά, η πολιτική αποσύνθεση και η συναισθηματική σκληρότητα που αντικρίζει καθημερινά.
Ο άνθρωπος κατά τον Επίκτητο δεν είναι ένα απλό μέρος του κόσμου και φυσικά δεν είναι από τα υπηρετικά μέρη, από αυτά που υποτάσσουν τη βούλησή τους στην υπηρεσία άλλων(οὐχ ἓν τῶν ὑπηρετικῶν, ἀλλὰ τῶν προηγουμένων). Ανήκει στα μέρη που ηγούνται των άλλων, οπότε βρίσκεται στην ηγετική θέση στην ιεραρχία της διοίκησης του κόσμου(παρακολουθητικὸς γὰρ εἶ τῇ θείᾳ διοικήσει καὶ τοῦ ἑξῆς ἐπιλογιστικός). Αυτό οφείλεται στη δυνατότητα που διαθέτει από τη φύση του να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί τη θεϊκή διοίκηση του κόσμου και στον λόγο, στην ικανότητά του να κρίνει και να αξιολογεί τις συνέπειές της.
Η ιδιότητα του πολίτη, όμως δεν αποτελεί για τον Επίκτητο ένα στατικό ή απόλυτο δεδομένο: πρέπει να επαληθεύεται από γνωρίσματα που αναμένουμε όντως να έχει ο πολίτης. Γι’ αυτό η «επαγγελία» (ρόλος) του πολίτη είναι αυτό ακριβώς που υπόσχεται η ιδιότητα του πολίτη. Γι’ αυτό λοιπόν ο άνθρωπος δεν πρέπει να λειτουργεί προτάσσοντας το ατομικό του συμφέρον (μηδὲν ἔχειν ἰδίᾳ συμφέρον) και αποφασίζοντας σαν να είναι μεμονωμένο άτομο, αποκομμένο από το σύνολο. Οφείλει αντίθετα να έχει συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός οργανικού συνόλου (ὅλον) και πως τα μέλη βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης –θέση βεβαίως που αποτελούσε κοινό τόπο στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό∙ και να ενεργεί συναισθανόμενος τη θέση του και τη λειτουργία του ως οργανικού μέλους αυτού του συνόλου, αυτής της παγκόσμιας φυσικής κοινότητας. Οφείλει λοιπόν να υποτάσσει την ατομική του βούληση στις επιταγές του κοσμικού ορθού λόγου και να ενταχθεί στη λογική τάξη του σύμπαντος. Το αγαθό για κάθε όν, και για τον άνθρωπο, είναι η ορθή ενσωμάτωση σε αυτή την έλλογη τάξη που ενοποιεί και διέπει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον κόσμο.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει το ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν (= να ζει σύμφωνα με τη φύση) και να παραμερίσει προσωπικές επιθυμίες και φιλοδοξίες που τον απομακρύνουν από αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μέρος της φύσης και όλου του κόσμου. Αν δεν καταφέρει να αποδεχτεί αυτή τη φυσική του αποστολή ως πολίτης του κόσμου και υποκύψει στις προσωπικές του επιθυμίες, χωρίς σεβασμό στο σύνολο, τότε θα κυριαρχήσουν στην ψυχή του τα πάθη, η ταραχή, η ανασφάλεια και ο φόβος, όλα όσα δηλαδή του αφαιρούν την ελευθερία και τον κάνουν δυστυχισμένο. Ο άνθρωπος μπορεί κατά τους Στωικούς να κατακτήσει την ευδαιμονία, μόνο αν κατανοήσει την κοσμική τάξη και τη θεία πρόνοια και να αντιληφθεί το ρόλο που καλείται και ο ίδιος να διαδραματίσει εντασσόμενος σε αυτήν.
Ο Επίκτητος για να προσδιορίσει το περιεχόμενο του πολίτη, χρησιμοποιεί συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές, όπως:
–παρομοίωση: ἀλλ’ ὥσπερ ἄν, εἰ ἡ χεὶρ ἢ ὁ ποὺς λογισμὸν εἶχον καὶ παρηκολούθουν τῇ φυσικῇ κατασκευῇ, οὐδέποτ’ ἂν ἄλλως ὥρμησαν ἢ ὠρέχθησαν ἢ ἐπανενεγκόντες ἐπὶ τὸ ὅλον: Συγκεκριμένα παρομοιάζει τον κόσμο με έναν ανθρώπινο οργανισμό, στον οποίο όλα τα μέλη βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης. Ο πολίτης του κόσμου καλείται να λειτουργήσει όπως ακριβώς θα ενεργούσε το χέρι ή το πόδι, αν είχαν λογική και μπορούσαν να καταλάβουν τη διάταξη της φύσης. Δεν θα επέλεγαν ή δεν θα επιθυμούσαν ποτέ κάτι που να έρχεται σε σύγκρουση με τον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά θα ενεργούσαν πάντα σε αρμονία με το υπόλοιπο σώμα. Έτσι, λοιπόν και ο άνθρωπος ως πολίτης του κόσμου οφείλει να συντονίζει τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του στη λογική του συνόλου της φύσης και του κόσμου.
Χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τα ρήματα ὥρμησαν και ὠρέχθησαν για να δείξει πως οι ψυχικές παρορμήσεις του ανθρώπου διεκδικούν την επιβολή και την ικανοποίησή τους. Οι Στωικοί δίδασκαν ότι οι ψυχικές κινήσεις πρέπει να έπονται της λειτουργίας (και να ελέγχονται-τιθασεύονται από την λειτουργία) του ἡγεμονικοῦ. Το ἡγεμονικόν έχει ως ρόλο να συντηρεί την ατομική ζωή με την παραδοχή της λογικότητας. Η κυριαρχία του στον άνθρωπο του επιτρέπει να διατηρεί λογική τη φυσική αρχή που έχει καθοριστεί για να διευθύνει τη ζωή του. Τα διάφορα πάθη του ανθρώπου, όπως η ζήλεια, η ηδονή, ο έρωτας, η φιλοδοξία, δεν προέρχονται από κάποιο άλογο μέρος της ψυχής, όπως δίδασκαν προηγούμενοι φιλόσοφοι, αλλά αποτελούν εσφαλμένες κρίσεις, μη έλλογες κινήσεις της λογικής ψυχής και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως παρορμήσεις πέρα από το κανονικό μέτρο και ὁρμαί πλεονάζουσαι.
– ρητορικό ερώτημα: τις οὖν ἐπαγγελία πολίτου;:με το ρητορικό ερώτημα μεταβαίνουμε στην ανάγκη να καθοριστούν το χρέος και η αποστολή του ανθρώπου ως πολίτη του κόσμου. Καλείται λοιπόν η φιλοσοφία, η οποία έχει ως αποδέκτη το μέσο άνθρωπο της ελληνιστικής εποχής, να δώσει απάντηση προσδιορίζοντας την ιδεώδη για τον κοσμοπολίτη άνθρωπο στάση ζωής.
– β’ ενικό πρόσωπο: οικειότητα, προσωπικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας
– σχήμα άρσης θέσης: οὐχ ἓν τῶν ὑπηρετικῶν, ἀλλὰ τῶν προηγουμένων: διατυπώνονται με σαφήνεια και έμφαση τα γνωρίσματα του «πολίτη»
Β3. 1 – δ, 2 – α, 3- ε, 4 – β, 5- στ
Β4. α) 1 – ε, 2 – δ, 3 –ζ, 4 – β, 5 – α, 6 – στ
Β4. β) Το χωράφι παρέμεινε αδούλευτο λόγω του πολέμου.
Ο φετινός χειμώνας ήταν πιο ψυχρός από τον προηγούμενο.
Β5.Στο παράλληλο κείμενο ο Ευ. Παπανούτσος εκφράζει την άποψή του για την προαίρεση. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι η προαίρεση συνοδεύει τη βούληση και δεν σχετίζεται με όλες τις περιστάσεις της ζωής και με τα πράγματα που κάνουμε μηχανικά και κατ’επανάληψη (ότι προαίρεση…κοινωνικός εθισμός). Ακόμη, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η προαίρεση και η βούληση υπάρχουν μόνο στον άνθρωπο και τον αντιδιαστέλλουν από τα ζώα στα οποία υπάρχει μόνο η όρεξη, δηλαδή τα ένστικτα και οι φυσικές τους παρορμήσεις. Μάλιστα, χαρακτηρίζει την προαίρεση ηθική, αφού μέσω αυτής ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στη βελτίωση του χαρακτήρα του και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας (στο ζώο…ηθική προαίρεση).
Παρόμοιες απόψεις για την προαίρεση εκφράζει και ο Επίκτητος στο απόσπασμα β΄. Πρόκειται για το πρώτο βασικό χαρακτηριστικότης ανθρώπινης υπόστασης. Είναι ένας σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικός στον Αριστοτέλη και σε Στωικούς, όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μία κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα των πράξεών μας. Προϋπόθεση για την προαίρεσιν είναι η διαίρεσις των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τα ἐφ’ ἡμῖν) και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας (τα ἀπροαίρετα, τα οὐκ ἐφ’ ἡμῖν) και είναι ἀδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας. Αναγνωρίζοντας την αξία της προαιρέσεως, ο Επίκτητος τη θεωρεί κριτήριο της ηθικότητας του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση του χαρακτηρισμού της ενάρετης ή μη πράξης (ἔξω τῆς προαιρέσεως οὐδέν ἐστν οὔτε ἀγαθόν οὔτε κακόν: χωρίς την προαίρεση τίποτε δεν είναι αγαθό ούτε κακό, Διατριβαί, 3, 10, 18). Προαίρεση, με λίγα λόγια, είναι η βούληση που συνδέεται με την έννοια της επιλογής, η οποία ενυπάρχει στον άνθρωπο ως έλλογο ον – συνδέεται λοιπόν με τον λόγο (= ικανότητα λογικής σκέψης και ομιλίας). Τα βασικά στοιχεία της προαιρέσεως στη σκέψη του Επίκτητου έχουν ασφαλώς αριστοτελική προέλευση. Για να τονίσει ο Επίκτητος τον ηγετικό, καθοδηγητικό ρόλο της προαίρεσης παρουσιάζει με εμφατικό τρόπο μια αντίθεση. Ενώ χαρακτηριστικό των άλλων στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ότι υποτάσσονται σε αυτήν, η ίδια παραμένει ελεύθερη και διαμορφώνει με το λόγο τις επιλογές της. Η χρήση των δύο παρεμφερών σημασιολογικά ρηματικών επιθέτων ἀδούλευτον (ἀ + δουλεύω) και ἀνυπότακτον (ἀ + ὑποτάσσω) προσδίδουν έμφαση στην έννοια της ελευθερίας και στη δύναμη και τη σημασία της προαίρεσης για τον ανθρώπινο βίο. Η επανάληψη της αναφοράς στην προαίρεση με τις αντωνυμίες ταύτῃ και αὐτήν αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό και ηγετικό της ρόλο αλλά και τη μοναδικότητά της, καθώς αντιπαραβάλλονται με την αοριστία και τη γενικότητα της αόριστης αντωνυμίας τὰ ἄλλα, με την οποία δηλώνονται τα υπόλοιπα στοιχεία του ανθρώπου.
Συμπερασματικά, και τα δύο κείμενα προβάλλουν την αξία της προαίρεσης και τη σύνδεσή τους με τη βούληση και την εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου.
Γ. ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Γ1. «γιατί, αφού συνάψουμε δάνειο, μπορούμε να προσελκύσουμε κρυφά με μεγαλύτερο μισθό τους μισθοφόρους πεζοναύτες τους. Γιατί η δύναμη των Αθηναίων μπορεί περισσότερο να αγοραστεί παρά να στηριχθεί στα δικά της μέσα. Η δική μας όμως θα μπορούσε να το πάθει αυτό σε μικρότερο βαθμό, γιατί βασίζεται περισσότερο στους στρατιώτες παρά στα χρήματα».
Γ2.Στο δοθέν απόσπασμα του Θουκυδίδη οι Κορίνθιοι επισημαίνουν τους λόγους για τους οποίους οι Πελοποννήσιοι θα νικήσουν τους Αθηναίους. Αρχικά, επικαλούνται την υπεροχή τους ως προς την αριθμητική υπεροχή (προύχοντας πλήθει), την πολεμική εμπειρία (ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ) και την υπακοή όλων στις διαταγές (ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας). Ακόμη, δεν φοβούνται τη ναυτική δύναμη των Αθηναίων, παρά το γεγονός ότι υστερούν, αφού όλοι μπορούν να συνεισφέρουν στην ενίσχυση του ναυτικού τόσο από την προσωπική τους περιουσία, όσο και από τα χρήματα που βρίσκονται στους Δελφούς και στην Ολυμπία (ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης …χρημάτων). Παράλληλα, αφού συνάψουν δάνειο θα μπορούν να προσελκύσουν κρυφά με μεγαλύτερο μισθό τους μισθοφόρους πεζοναύτες των Αθηναίων (δάνεισμα γὰρ ποιησάμενοι…ναυβάτας). Τέλος, υπερτερούν των αντιπάλων τους, γιατί η δύναμή τους δε βασίζεται στα χρήματα, όπως αυτή των Αθηναίων, αλλά στο πατριωτικό φρόνημα και την ευψυχία (ὠνητὴ γὰρ…τοῖς χρήμασιν).
Γ3. α) «Ἐγὼ δὲ νῦν καὶ ἀδικούμενος τοὺς πολέμους ἐγείρω».
Γ3. β) ἀμυνώμεθα: ἄμυναι
καταθησόμεθα: κατάθου
ἐπικρατῆσαι: ἐπικράτησον
προύχοντας: πρόσχες
πολλὰ: πλέονα/πλέω
Γ4. α)ἔχοντες: αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος (ἡμεῖς).
ἐπικρατῆσαι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση εἰκός (ἐστί).
πλήθει: δοτική της αναφοράς στο προύχοντας.
μισθῷ: δοτική του μέσου στο ὑπολαβεῖν.
ναυβάτας: αντικείμενο στο ὑπολαβεῖν.
ἤ οἰκεία: β’ όρος σύγκρισης από το συγκριτικό μᾶλλον και κατηγορούμενο στο δύναμις από το εννοούμενο ἐστί.
Γ4. β) «Οἱ Κορίνθιοι ἔλεγον αὐτοὺς (σφᾶς) δὲ τότε καὶ ἀδικουμένους τὸν πόλεμον ἐγείρειν».
Επιμέλεια: Ιωάννης Τόλης, Φιλόλογος MSc
Πυρσινέλλα 6, 2ος όροφος, Ιωάννινα
26510 77957, 6944106428
info@filologiko-ergastiri.gr
Η επιτυχία δεν είναι θέμα τύχης!