Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο της χώρας μας εναρμονιζόμενο βαθμηδόν προς τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες «η ελευθερία του διωκόμενου προσώπου αποτελεί τον κανόνα ενώ η στέρηση της συνιστά την εξαίρεση», τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η αρχή της αναλογικότητας και των ειδικότερών της εκφάνσεων, ήτοι της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας, τα ελαφρυντικά, το τεκμήριο της αθωότητας (indubioproreo), η αρχή της απαγόρευσης επιβολής ποινής χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση (nullapoenasineprocessu), η σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων ως το πρώτο μέτρο στο οποίο θα προστρέξει ο ανακριτής εάν προκύπτει ανάγκη περιορισμού του κατηγορουμένου, έναντι του δικονομικού μέτρου καταναγκασμού της προσωρινής κράτησης ως την αναμφισβήτητα επαχθέστερη και αμφιλεγόμενη ανακριτική πράξη, κατατάσσουν το μέτρο της προσωρινής κράτησης ως ultimumrefugium του δικαστικού λειτουργού. Ιδέτε 282 παρ.3 ΚΠΚ «…μόνο αν…».
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι οι ως άνω αρχές του δικαίου υπάρχουν για όσους κατηγορούνται για τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων: Για τους δολοφόνους, τους παιδόφιλους, τους βιαστές, για όσους διαπράττουν εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, για τους δράστες με δόλο πρώτου βαθμού και προσδοκώμενη επιθυμία να προκαλέσουν στο θύμα μόνιμη αναπηρία. Δεν υπάρχουν για ανθρώπους που δεν κατηγορούνται για τίποτα(!) ή που κατηγορούνται μόνο για πλημμεληματικού(!) χαρακτήρα πράξεις.
Ειδικότερα, η προσωρινή κράτηση δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, γιατί κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στη βασική κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, στο τεκμήριο της αθωότητας, αντίφαση που λαμβάνει δραματικό χαρακτήρα ειδικά σε όσες περιπτώσεις ο στερούμενος της προσωπικής του ελευθερίας, έχει αποκοπεί από την οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή και αθωώνεται, μετέπειτα, από την εις βάρος του κατηγορία. Επιπροσθέτως, απαγορεύεται η επιβολή ποινής χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση. Ακολούθως, η προσωρινή κράτηση είναι πάντοτε δυνητική και μέτρο εξαιρετικό, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα έναντι των περιοριστικών όρων και πρέπει να επιβάλλεται όταν ο σκοπός του νόμου δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυτούς. Έτσι η προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται –εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις επιβολής της– μόνον εφόσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ρητά ως ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής διαδικασίας. Η σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κρατήσεως παραμένει αναλλοίωτη και στο πλαίσιο του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και εισάγεται ρητά ανάγκη διπλής αιτιολόγησης της επιλογής του επαχθέστερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Η ανάγκη ρητής ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει με σαφήνεια η απροσφορότητα των περιοριστικών όρων θα προηγείται της αντίστοιχης αιτιολογίας συνδρομής των προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης …». Κατά συνέπεια εφεξής, θα πρέπει αφού αποκλεισθεί αρχικώς με ειδική αιτιολογία –in concreto– ο λόγος που η επιβολή περιοριστικών όρων δεν «ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 ΚΠΔ», ο οποίος (σκοπός) ρητώς εξειδικεύεται πλέον συμπλεκτικώς και για να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και για να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, εν συνεχεία να αιτιολογείται (ειδικά και εμπεριστατωμένα) η «διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης»
Αν τα ως άνω δεν είναι κατανοητά, ας πάρουμε για παράδειγμα και τη θανατική ποινή. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα μπορεί να την επιθυμεί για τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων. Ωστόσο, το κράτος δικαίου δεν μπορεί να την ενσωματώσει στο σύστημα ποινών του, καθώς αυτό θα κατέρριπτε την ίδια την ιδέα της δικαιοσύνης και θα ισοδυναμούσε με επιστροφή στον Μεσαίωνα σε εποχές που η ανθρώπινη ζωή δεν είχε την πρέπουσα αξία (Ανδριανάκης 1950). Είτε, λοιπόν, το κράτος δικαίου θα πρέπει να προσπαθήσει να «πείσει» την κοινωνία περί της ορθότητας των επιλογών του, είτε η κοινωνία θα ξεσηκώνεται κάθε τρις και λίγο, ώστε,στο τέλος,θα καταφέρει να επιβάλει το κοινό περί δικαίου(συν)αίσθημά της, αλλάζοντας τη νομοθεσία ακόμη και αντίθετα σε κάθε έννοια δικαιοσύνης, και γιατί όχι, επαναφέροντας, κάποια στιγμή, και τη θανατική ποινή, με τον ισχυρισμό ότι «η απολυτή δικαίωση έρχεται μόνο με το θάνατο(!) του δράστη».
Το να δεχόμαστε, υπό την πίεση της κοινής γνώμης όπως κάθε φορά διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ και δη με τηλεοπτικούς όρους, ότι όποιος εγκληματεί πρέπει να τίθεται σε ένα καθεστώς άρσης των δικαιωμάτων του, μας οδηγεί σε μια νέα «κανονικότητα»: στην άρση του δικαιώματος να έχουμε δικαιώματα.
Ουδείς, βεβαίως, φαίνεται να ασχολείται με αυτά, επειδή, προφανώς, οι περισσότεροι φανταζόμαστε ότι το πρόβλημα δεν μας αφορά. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τέτοιου είδους πρακτικές, να συμπαρασύρουν προς την ίδια κατεύθυνση και όλα τα υπόλοιπα δικαιώματά μας, για όλες τις πτυχές της ζωής μας. Μηδενική ανοχή, δικές express χωρίς πολλά πολλά, χωρίς να ασχοληθούμε με τις αποχρώσεις κάθε αδικήματος, είναι αντιλήψεις που ταιριάζουν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία στην πορεία τείνουν να δημιουργούν τη δική τους αντίληψη για το τί είναι έγκλημα, ποιος εγκληματεί και καλούν την κοινωνία να αποδεχθεί την αντίληψη αυτή.
Η αυθαιρεσία, εξ ορισμού δεν γνωρίζει όρια. Άπαξ και καθιερωθεί, έστω και με περιορισμούς, είναι μάταιο να ελπίζουμε, αν όχι παραπλανητικό να διακηρύττουμε, ότι θα σταματήσει στο «εύλογο!» σύνορο.
Μάρθα Θώμου
Δικηγόρος Αθηνών
Κάτοχος LL. M.Δημοσίου Δικαίου
(σκίτσο από το freepik)