Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε η περιήγησή μου στην έκθεση που κοσμεί την πόλη μας τις τελευταίες μέρες υπό τον τίτλο «PLASMATA». Ένα ευρείας κλίμακας πολιτιστικό γεγονός που ολοκληρώνει τον κύκλο του αφήνοντας ισχυρό αποτύπωμα στην πόλη, μα και πλήθος αναπάντητες ερωτήσεις όσον αφορά την οπτική γωνία θέασης του όλου εγχειρήματος.
Σε ένα σύντομο κείμενο προφανώς δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε κάθε έκθεμα και σταθμό ξεχωριστά αλλά ζητούμενο είναι να δούμε την γενικότερη αίσθηση που αφήνει αυτό το πολυσύνθετο ερέθισμα στο νου και την ψυχή κι αν πράγματι κινεί και συγκινεί ή απλώς ανασυνθέτει ένα σώμα με υλικά αποδόμησης χωρίς συνεκτικό ιστό, όπου η μνήμη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάμνηση, αλλά ως οριστική λήθη με αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να χαθεί.
Σταθμός κλειδί στην όλη πορεία της έκθεσης, που συμπυκνώνει και σημαίνει με τον καλύτερο τρόπο όσα θέλει να πει ο δημιουργός, είναι το μαρμάρινο απρόσωπο γλυπτό χωρίς ταυτότητα (δίπλα σε αυτό του Αλ.Πάλλη) όπου όλα είναι ρευστά, εν ενεργεία και εν δυνάμει ταυτόχρονα, σε μια εξελικτική τροχιά απροσδιοριστίας και ουδετερότητας από πάσης φύσης προσανατολισμό. Όμως χάνοντας τον προσανατολισμό η ελευθερία και οι απαντήσεις παραμένουν συνεχώς στη σκιά, πάντα ζητούμενα και πάντα αφανή όπως το πρόσωπο του αγάλματος που δεν έμελε να φέρει στο φως η σμίλη του χρόνου.
Όπως λέει και ο δημιουργός του αγάλματος, «αμείλικτο το ερώτημα του συλλογικού σώματος, του εμείς στη μετα-ανθρώπινη εποχή» για να συμπληρώσει πιο κάτω πως «το έργο θέτει εκ νέου το θέμα της συλλογικής ταυτότητας στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης».
Και πια έχουν όλα ειπωθεί… ο πολύ-επίπεδος διάλογος μεταξύ τεχνολογίας, τέχνης φύσης, οικο-τοπίου και παράδοσης δεν φαίνεται παρά να είναι προσχηματικός. Όλα τα δρώμενα είναι τόσο περίτεχνα στημένα που δεν αναζητούν θέσεις, γνώσεις και απαντήσεις, μα παίρνουν και γίνονται τα ίδια η θέση, κάνοντάς μας κοινωνούς μιας στάσης ζωής που καλούμαστε ανεπαισθήτως και ασυλλόγιστα να υιοθετήσουμε ως φυσική και αναπότρεπτη πορεία, ενός κόσμου που συνεχώς εξελίσσεται ζητώντας εξομοίωση με το συλλογικό στην πιο ακατάληπτη εκδοχή του.
Είναι πρόδηλο πως τα έργα αλληλεπιδρούν από μόνα τους, διαλέγονται και συνδιαλέγονται με το χώρο και το χρόνο, παρόντα και μη, σε ένα ατέρμονο (αλυσιτελή δυστυχώς κατά τη γνώμη μου) διάλογο κι εμείς, αθεράπευτα ρομαντικοί, ζητάμε το δια ζώσης σε μια απρόσωπη χώρα του αποσπασματικού, λέξεων και νοημάτων που ατάκτως ειρημένα δεν προκαλούν παρά αμηχανία και απορία, γεμίζοντάς μας ενοχές που μείναμε τόσο πίσω, τόσο ανήμποροι να κατανοήσουμε τα προφανή και θέλουμε μεταφραστή για τη νέα γλώσσα που ανοίγεται μπροστά μας.
Όσο υπάρχουν τα αντικείμενα γιατί να αναζητήσουμε το υποκείμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ποια απάντηση θα μας δώσει όταν η ευκολία να γεννούμε ερωτήσεις μας βγάζει από τη δύσκολη θέση να απαντάμε στα ζητήματα που προφανώς ανακύπτουν, αλλά τείνουν να μένουν εσκεμμένα μετέωρα προς τέρψη των γητευτών.
Σωστά κάπου διάβασα πως στη μεταμοντέρνα εποχή όλα κινούνται από την περιοχή του υποκειμένου στη περιοχή του αντικειμένου κι ίσως αυτό τελικά οδηγεί στην πλήρη αντικατάσταση της πραγματικότητας από την εικονικότητα χωρίς συγκεκριμένο πρόταγμα και σκοπό, πέρα από τη συμφιλίωση με την αοριστία του αόριστου, αφού μια τέχνη χωρίς μήνυμα δεν μοιάζει με τίποτε περισσότερο από ένα φάκελο χωρίς γράμμα.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ειδωθεί και ο τίτλος της έκθεσης «PLASMATA» σύμφωνα με όσα πρεσβεύει ο όρος στο διασταλτικό α-ταυτοτικό του περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε πειστεί πως η τεχνητή νοημοσύνη θα διασώσει την παράδοση μόνο και μόνο επειδή θα συνομιλήσει μαζί της σε ένα απαράμιλλου κάλους οικο-τοπίο, δυστυχώς όμως με κώδικες άγνωστους για την τέχνη, τη φύση και το θεό… αν αυτός υπάρχει… και κανοναρχεί τους αλγόριθμους της ζωής. Μιας ζωής που τείνει να απομαγεύεται όλο και περισσότερο, αφήνοντας αίολο το ιερό σε μια συμβολική χειρονομία χωρίς συνέχεια και το μύθο έρμαιο στον όποιο ανακόλουθο αποσυμβολισμό.
Πλάσματα λοιπόν μιας και τα πλήθη των ανθρώπων εξισώνονται με μια μάζα ταυτόσημων αντικειμένων όπου η εικονικότητα αντικαθιστά όλο και περισσότερο την πραγματικότητα δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση πως αρκεί μια τεχνο-μυστικιστική, υπόγεια ή υπέργεια, εμπειρία για να σε φέρει σε επαφή με το πραγματικό μυστήριο της τέχνης και της ζωής.
Κάποτε υπήρχαν τα παιδιά των λουλουδιών, τώρα τα παιδιά των κάκτων παίρνουν τη θέση τους στην ερημότερη ερημία των πάσης φύσης ψηφιακών μετασχηματισμών.
Ο πνευματικός αλγόριθμος των πλασμάτων συνεχίζει να τρέφει το άλγος του νόστου. Η Μέδουσα έντρομη με όσα βλέπει αναζητά πάλι τη σοφία της θεάς Αθηνάς και επιστρέφει στα τόσο φιλόξενα γι αυτή μονοπάτια του γαλαξία ψιθυρίζοντας το ACROSS THE UNIVERSE. Απεχθάνεται το METAVERSE και τα PLASMATA του. Από μικρή άκουγε Beatles και Χατζιδάκι με το μύθο της Περσεφόνης να ηχεί ακόμα στ’ αυτιά της γι’ αυτό και δε σκοπεύει να ξαναβγεί στο μπαλκόνι του κόσμου… αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ… παντού… άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα…
Υ.Γ. Δικαίωμα στην τέχνη θα έπρεπε να έχουμε όλοι, ανεξαρτήτως ικανότητας ή δεξιότητας. Η προσβασιμότητα και η συνακόλουθη ορατότητα, των κατά τόπους εκθεμάτων θα έπρεπε να είναι καθολική και αδιαπραγμάτευτη, περιλαμβάνοντας φυσικά τους ανάλογους μηχανισμούς (ράμπες κ.λ.π.) στο όλο project, ακόμα κι αν αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση ανοίκεια στη χωροταξία του εν λόγω περιβάλλοντος.
Γεννιέται λοιπόν εύλογα η απορία για το αν τελικά είμαστε όλοι εξίσου σύγχρονοι, συνέποχοι, ώριμοι, έτοιμοι και προετοιμασμένοι για την έλευση της αναγέννησης που αν και ψηφιακή αψηφά βασικές συνιστώσες της ευαισθησίας και συναίσθησής μας.
Δημήτρης Σχωρτσανίτης