(Ο τίτλος είναι παράφραση της γνωστής ρήσης του Τζων Κένεντι “Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου”)
Οικτίρουν πολλοί δημοσιολογούντες τις τελευταίες ώρες για το ποσοστό ρεκόρ της αποχής στις ευρωεκλογές της Κυριακής και αποδίδονται σε υπεραπλουστευτικές αναλύσεις για την “απαξίωση του πολιτικού συστήματος” και για τα “βαριά” πολιτικά μηνύματα των ευρωεκλογών που έστειλαν οι πολίτες… επιλέγοντας να πάνε για μπάνιο την Κυριακή, ή άλλοι να πλακωθούν στα τσίπουρα στην κεντρική πλατεία της Κοσμηράς, προβάλλοντας επιδεικτικά την άρνησή τους, όπως μου έλεγε “σύντροφος” εδώ στα Γιάννενα, να φτάσουν λίγα μέτρα παραπέρα, ως το εκλογικό κέντρο του χωριού τους… για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Η υψηλή αποχή δεν είναι γνώρισμα των ευρωεκλογών μόνο στην πατρίδα μας, και σε άλλες χώρες κάποιες μάλιστα από αυτές που έγιναν κράτη μέλη της ΕΕ, πολύ μετά από την Ελλάδα, η αποχή έφτασε και το 80%, στην Κροατία συγκεκριμένα. Αλλά μπορούμε να μιλήσουμε για την Ελλάδα, καθ’ ότι δε γνωρίζουμε ειδικές συνθήκες και πως σκέφτονται οι άλλοι λαοί, αν και τα οφέλη που καρπώνονται και οι 27 χώρες της ΕΕ είναι πάνω κάτω τα ίδια.
Σε μια πρώτη ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος – εδώ – διατυπώσαμε ορισμένες σκέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, χαρακτηρίζοντάς το ως “σεισμό”, με επερχόμενους μετασεισμούς… και αν και φαίνεται υπερβολή η πρώτη λέξη, οι μετασεισμικές “δονήσεις” δεν πέρασαν καν 24 ώρες για να αρχίσουν να γίνονται αισθητές και στα τρία μεγάλα κόμματα που αντικειμενικά, είναι οι χαμένοι της Κυριακής (Κακλαμάνης-Σιαλμάς ζητούν από τον Μητσοτάκη να επαναφέρει τη ΝΔ… στις ρίζες της, Τεμπονέρας-Κοτσακάς έφτιαξαν στρατηγικό πλάνο σύγκλισης με τα άλλα κόμματα της Κεντροαριστεράς, και Παύλος Γερουλάνος, Γιαννακοπούλου, Κατρίνης και Κωνσταντινόπουλος, έδωσαν το στίγμα της απογοήτευσης και του προβληματισμού που επικρατεί την επομένη των εκλογών στο ΠΑΣΟΚ, με λεπτές αιχμές αμφισβήτησης της ηγεσίας Ανδρουλάκη).
O λαός…
Το παρόν σημείωμα ωστόσο, ενδιαφέρεται για το λαό, για τους ψηφοφόρους, αποπειρώμενο να ερμηνεύσει τη στάση τους, καθώς όπως επισημαίνει αλλού ο Γρηγόρης Τζιοβάρας, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι το Μάιο στις εθνικές εκλογές, δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους, όσοι ήταν περίπου και οι ψηφοφόροι που συμμετείχαν λίγους μήνες αργότερα, στον πρώτο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις και μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ.
Άρα βλέπουμε μια διαβάθμιση του ενδιαφέροντος των εκλογέων, το οποίο για τις ευρωεκλογές τουλάχιστον, θα μπορούσε να κρατηθεί σε ένα μέσο ικανοποιητικό επίπεδο, αν δεν αποσυνδέονταν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, απόφαση που χρεώνεται στην κυβέρνηση Μητσοτάκη – το ίδιο δε, συνέβη και στις ευρωεκλογές του 2009, όταν και τότε, το ποσοστό συμμετοχής σημείωνε αρνητικό ρεκόρ.
Δε γίνεται να απαξιώνεται αλά καρτ το πολιτικό σύστημα… Ούτε το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι ικανό να αντιμετωπίσει αυτό που εμφανίζεται σαν πρόβλημα.
Υπάρχει σήμερα ένα έλλειμμα πολιτικής παιδείας και αυτή μπορεί και πρέπει να χτιστεί από το σχολείο. Το μάθημα της αγωγής του πολίτη πρέπει να διδάσκεται με τη σημασία της γλώσσας και της αριθμητικής στα σχολεία μας.
Τα κόμματα από την άλλη, τα φιλοευρωπαϊκά τουλάχιστον, πρέπει να τονίζουν στη διάρκεια όλης της κοινοβουλευτικής περιόδου πως αν ήμασταν εκτός της ΕΕ, δεν θα είχαμε ΕΣΠΑ για να γίνονται έργα, δρόμοι, βιολογικοί, αναπλάσεις, να συστήνονται κοινωνικές δομές, δομές υγείας και εκπαίδευσης, να χρηματοδοτούνται χιλιάδες θέσεις εργασίας κτλ. Μένω σε αυτά μόνο και δεν αναφέρομαι σε μια σειρά ευεργετημάτων που εξασφαλίζει η συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ.
Συμμετέχει λοιπόν ο Έλληνας στις δημοτικές και τις περιφερειακές εκλογές, για να στηρίξει το συγγενή, το φίλο του, τον άνθρωπο που υπόσχεται να του κάνεις μερικές χάρες, εφόσον εκλεγεί. Μέχρι πρόσφατα, ο δικός σου βουλευτής μπορούσε να διεκπεραιώσει και μερικά δικά σου ρουσφέτια, οπότε αυτά ήταν πάντα ένα καλό κίνητρο για να ασκήσεις το εκλογικό σου δικαίωμα. Οι ευρωβουλευτές δεν κάνουν, ούτε ποτέ έκαναν χάρες και ρουσφέτια και αυτό το γεγονός διατηρεί την απόσταση ανάμεσα στον ψηφοφόρο και τον ευρωβουλευτή. Έτσι δημιουργείται η… “απαξίωση του πολιτικού συστήματος”, ας είμαστε ειλικρινείς.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι το αποτέλεσμα της δημοκρατίας που απολαμβάνουμε με το δικαίωμα της εκλογής των εθνικών εκπροσώπων μας στο ευρωκοινοβούλιο, να το εξαργυρώνουμε επιλέγοντας γνωστούς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες και αθλητές και όχι γνώστες των θεσμών της ΕΕ. Για την πατρίδα μας αυτό είναι πολύ κακό, η φωνή της Ελλάδος στα συλλογικά όργανα της Ενωμένης Ευρώπης είναι αποδυναμωμένη και λείπουμε από σημαντικές διαπραγματεύσεις. Γι’ αυτό δεν φταίει η Ευρώπη αλλά οι εκλεγμένοι μας εκπρόσωποι.
“Τι κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για μένα, για να έχω το κίνητρο να πάω να ψηφίσω” λέει εύκολα ένας από τα εκατομμύρια των Ελλήνων που απείχαν από τις εκλογές της Κυριακής. Το ερώτημα όμως πρέπει να αντιστραφεί και να ρωτήσουμε τους ψηφοφόρους της αποχής τι έκαναν εκείνοι για την πατρίδα τους, προκειμένου να στέκεται με επαρκείς ευρωβουλευτές στο ευρωκοινοβούλιο των 720 σήμερα μελών;
Παναγιώτης Μπούρχας