Κουβέντες…
Σε κουβέντα επ’ αφορμή των ευχών των γιορτών με τον φίλο μου Βασίλη-καθηγητής Οικονομολόγος σε τοπικό ΕΠΑΛ- αναφερθήκαμε στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και πώς και πόσο αυτό επηρεάζει την προσέλκυση επενδύσεων.
Μου έκανε εντύπωση, ότι ενώ για μένα είναι προφανές ότι αποτελεί ένα εργαλείο που επηρεάζει και μάλιστα θετικά, ο ίδιος είχε ένσταση επικαλούμενος τα παραδείγματα Γερμανίας και Σουηδίας που έχουν υψηλό φορολογικό συντελεστή και πολλές επενδύσεις. Δεν τον έπεισα, αν και του ανέφερα το παράδειγμα της Ιρλανδίας, που κι αυτή μπήκε σε μνημόνιο αλλά με την απαίτηση –που έγινε δεκτή- να παραμείνει ο φορολογικός συντελεστής στο χαμηλό 12%, ούτε όταν του είπα ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμείς ανταγωνιζόμαστε φορολογικά και τους Βαλκάνιους γείτονές μας που έχουν χαμηλούς εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Απλώς θυμίζω ότι είχαμε κυβερνητικές προτάσεις για μείωση φόρων από το 1984, αλλά προτιμήσαμε τις κρατικοποιήσεις.
Τώρα έχουμε την πρόταση άλλης μιας ομάδας «σοφών» (επιτροπή Πισσαρίδη) για μείωση των συντελεστών της φορολογικής κλίμακας φυσικών προσώπων στα εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ, που θα μελετήσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Αυτά που φωνάζει η αγορά – από τη βιομηχανική ως τη βιοτεχνική, μέχρι τις υπηρεσίες και τον τουρισμό- για δεκαετίες τώρα, ότι δηλαδή με τους σημερινούς φόρους δεν πάμε πουθενά και ότι είναι η ώρα να αποφασίσουν οι πολιτικοί πόσο κράτος θέλουν για τις πελατειακές τους σχέσεις και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες τους και πόση ελεύθερη οικονομία τους επιτρέπουν τα πιστεύω τους, ότι με τους σημερινούς φόρους πάμε για κλείσιμο επιχειρήσεων, ότι με τους φόρους που ζητάμε βάζουμε το μαχαίρι στον λαιμό του ιδιώτη εργαζόμενου που ή θα μείνει στα 300-400 ευρώ (άλλο τι υπογράφει για να μη χάσει τη δουλειά του…) ή θα απολυθεί γιατί θα συρρικνωθεί το μαγαζί, η αν είναι πτυχιούχος και δεν είναι τυχερός να πάει στις εγχώριες επιχειρήσεις που πληρώνουν σωστά θα περιμένει να βγει πρόσληψη στο Δημόσιο, δεν ακούστηκαν ποτέ.
Μελέτες υπήρξαν και μάλιστα με το τσουβάλι. Από λογιών-λογιών «σοφούς». Για ανταγωνιστική εθνική παραγωγή (βιομηχανική και αγροτική), για δίκαιη και ίση μεταχείριση των επιχειρήσεών μας προς τις συνθήκες των άλλων κρατών μελών της ΕΟΚ έλεγαν και τότε οι «σοφοί» εισηγητές και των κρατικοποιήσεων. Πού κατέληξε αλήθεια αυτή η πολιτική ευαισθησία προς το ιδιωτικό επιχειρείν; Στην αύξηση φόρων, με έμμεσο και πάντα πονηρό τρόπο για τους αφελείς της μεσαίας τάξης και τους καλοπληρωτές, που είναι τα μόνιμα θύματα. Αύξηση φόρων, για να πληρωθούν (από τον λαό βέβαια) τα μεγάλα τζάκια, τα φουγάρα, και τα μονοπώλια της ολιγαρχίας που κρατικοποιήθηκαν.
Κοινωνικοποιήθηκαν στο όνομα του λαού… σύμφωνα με τη σοσιαλιστική διάλεκτο που καθιέρωσε η ελληνική σοβιετία 1974-2020… Κρατικοποίηση (ή κοινωνικοποίηση αν το προτιμάτε…) όταν και τότε, πολλά από τα ζημιογόνα, βιομηχανικά κυρίως, ιδιωτικά ή πολυεθνικά συγκροτήματα (που απασχολούσαν ως 850.000 εργάτες και υπαλλήλους) παρέδωσαν προτάσεις με λύσεις για την ανάκαμψή τους με διαφορετική φορολογική και ασφαλιστική μεταχείριση. Τίποτε δεν έγινε αποδεκτό.
Αλήθεια, πόσο βέβαιοι είμαστε ότι η Ελλάδα δεν θα είχε θέση στη βαριά βιομηχανία της Ευρώπης, με επιδόσεις σε βασικούς κλάδους (ναυπηγική, μεταλλεία, μεταλλουργία, ξύλο, χαρτί, ζάχαρη ή βαριά υλικά των κατασκευών) αν οι κυβερνήσεις είχαν διασφαλίσει, όχι κίνητρα, αλλά ίσους όρους φορολογικής μεταχείρισης και ίσες συνθήκες ενεργειακού και γενικά παραγωγικού κόστους; Βέβαια στην Ελλάδα την περασμένη δεκαετία είχαμε τη χρεοκοπία του κράτους ή οποία οδήγησε στην χρεοκοπία χιλιάδων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Το να χρεοκοπεί κάποιος που αναλαμβάνει επιχειρηματικό ή γενικότερα οικονομικό ρίσκο είναι πιθανό, φυσιολογικό και για ένα αριθμό περιπτώσεων αναμενόμενο. Αυτός που χρεοκοπεί όμως θα πρέπει να καταβάλει το τίμημα που του αναλογεί, το ίδιο και η τράπεζα που τον δάνεισε ή οι μέτοχοι που επένδυσαν στο εγχείρημά του. Πολύ περισσότερο οι επιχειρήσεις που είχαν στηθεί όχι για να κερδίσουν από τις υπηρεσίες που θα πρόσφεραν αλλά από τα τραπεζικά δάνεια τα οποία δεν θα αποπλήρωναν.
Και πριν τη μεταπολίτευση τα ίδια συνέβαιναν, οι κυβερνήσεις αποφάσιζαν ποιους επιχειρηματίες θα δανείσουν οι τράπεζες, και κάθε 20-30 χρόνια αυτοί χρεοκοπούσαν και το κράτος αναλάμβανε τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις τους με τους φορολογούμενους να καταβάλουν το τίμημα.
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας λοιπόν έχει να κάνει κυρίως με την ισχυρή παρέμβαση του κράτους αλλά και την απουσία παραδοσιακής αστικής τάξης η οποία θα αποτελούσε υπόδειγμα παραγωγής και χρήσης του πλούτου και κυρίως μόρφωσης και συμπεριφοράς. (Το αντίθετο της ΛΜΑΤ- Λούμπεν Μεγαλοαστικής Τάξης-των προκηρύξεων της «17 Νοέμβρη»). Ποια εμπιστοσύνη λοιπόν να δώσεις, ως μεσαίος, μικρός επιχειρηματίας ή επαγγελματίας, όταν για δεκαετίες, οι εξοργιστικές πολιτικές παρεμβάσεις στην ιδιωτική οικονομία κατέστρεψαν ό,τι ήταν παραγωγικά μεγάλο;
Πάνω δε στην κουβέντα, θυμήθηκα και τον κοινό μας γνωστό που σπούδασε Γυμναστική Ακαδημία στο Βουκουρέστι στις αρχές τις δεκαετίας του ’80 -αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεγάλης «ελληνικής εκστρατείας» σχολικών αποφοίτων στα Βαλκανικά Πανεπιστήμια- με τις περιγραφές του για τη ζωή και το σύστημα τότε εκεί, και συγκρίνοντάς τες με τα στοιχεία που διαβάζω για το σήμερα μόνο θλίψη προκαλούν για τη χώρα μας.
Eνδεικτικά αναφέρω κάποια στοιχεία (Πηγή: Eurostat): Το ΑΕΠ της Ρουμανίας το 2017 πέρασε το ελληνικό 187 έναντι 175 δισ., το 2018 άγγιξε τα 200 δισ. ευρώ, το 2019 έφτασε στα 220 δισ. και τo 2020 τα 235 δισ. ευρώ. Το πέτυχαν με δάνεια; Όχι. Το κλειδί της ανάπτυξης: Χαμηλοί φόροι που δεν αλλάζουν συνέχεια.
Οι βασικοί φόροι στη Ρουμανία το 2020: Φόρος εταιριών: 16% επί των κερδών. Φόρος «μικροεταιριών» (με τζίρο <1.000.000): 1% επί του τζίρου, για τζίρο ως 1.000.000 ευρώ αν έχουν υπάλληλο. 3% επί του τζίρου, για τζίρο ως 1.000.000 ευρώ αν δεν έχουν υπάλληλο. Προκαταβολή φόρου: Άγνωστες λέξεις. Υποχρεωτική ασφάλιση μετόχου: Δεν υπάρχει. Η ασφάλιση είναι προαιρετική. Φόρος ΓΕΜΗ, εισφορά αλληλεγγύης κλπ: Άγνωστες λέξεις. Φόρος μερίσματος:5%. Ατομικός φόρος: 10% ανεξαρτήτως εισοδημάτων, δεν «τιμωρείται» όποιος κερδίζει πολλά και τα δηλώνει. Συντελεστές ΦΠΑ: Βασικός συντελεστής: 19%. Συντελεστής προϊόντων αγροτοδιατροφής: 9%. Συντελεστής εστιατορίων και βιολογικών προϊόντων: 5%. Φόροι ακινήτων: Πολύ χαμηλοί. Προβλήματα / συνεχείς αλλαγές δεδομένων / συνεχείς εκπλήξεις στη φορολογία: Όχι.
Με αυτή τη φορολογία η Ρουμανία πέτυχε να «ασπρίσει» τεράστια κομμάτια της οικονομίας της και να οδηγήσει σε αύξηση την καταγεγραμμένη απασχόληση σε επίπεδα ρεκόρ. Μάλιστα στο δείκτη Διαθέσιμο εισόδημα / κάτοικο σε Ευρώ που θεωρείται πάντα πιο αντιπροσωπευτικός, μιας και περιλαμβάνει το κόστος ζωής και το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα των πολιτών μετά τη φορολογία, έχουμε:
Ελλάδα: 2004: 20.800, 2009: 24.200, 2014: 19.100, 2019: 20.700
Ρουμανία: 2004: 7.300, 2009: 12.600, 2014: 14.800, 2019: 21.700.
Και να μην ξεχνάμε ότι την πολιτική της χαμηλής φορολογίας την εφάρμοσαν κυρίως οι αριστεροί και οι σοσιαλιστές. Ενώ λοιπόν οι άλλοι προχωράν, εμείς όλα αυτά τα χρόνια δεν κοιτάμε την ουσία εκείνων των επιχειρημάτων που οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα, παρά μένουμε προσκολλημένοι σε πάσης φύσεως στερεότυπα, θεωρώντας ότι η χαμηλή φορολογία αποτελεί ιδεολογικό πρόβλημα, ζώντας έτσι το οικονομικό «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», κοιτάζοντας άλλη μια φορά στον καθρέφτη λέγοντας: «Φτου σου, καμάρι μου. Εσύ έχεις δίκιο, παραμένεις ο πλουσιότερος στη γειτονιά».
Υ.Γ. Για το τι έγινε τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει πιο κυνικά αποκαλυπτική ομολογία απ’ αυτή του Π. Πολάκη. «Τις εκλογές τις χάσαμε γιατί μετά που βγήκαμε από τα μνημόνια, δεν ανακουφίσαμε στρώματα που είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος. Εμείς πηδ@@@με στους φόρους και το ασφαλιστικό το ανώτερο 20% των μεσαίων στρωμάτων, το οποίο έχει μεγάλη κοινωνική αναγνωρισιμότητα και από εκεί χάσαμε. Εμείς στηρίξαμε τη φτώχεια και πήραμε 32%. Επειδή γαμ@@@με τους μεσαίους πήραν οι άλλοι 40%».
Τόσο απλά…
Τη στήλη επιμελείται και…
Ψαρεύει (όταν δεν γράφει…) ο Γρηγόριος Φαρμάκης
(ΥΓ: «Χτυπάει» χωρίς πρόγραμμα)